- υπερίτης
- ο хим. пирит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπερίτης — Υγρό με αποπνικτική ενέργεια που χρησιμοποιήθηκε ως πολεμικό αέριο στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο (πολεμικές χημικές ουσίες). Το όνομά του προέρχεται από το Υπρ της Φλάνδρας, όπου χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1917. Από τοξικολογική άποψη, ο υ.… … Dictionary of Greek
υπερίτης — ο οργανική χημική ένωση με έντονες καυστικές ιδιότητες, που χρησιμοποιήθηκε ως πολεμικό αέριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
υπεριτίαση — η, Ν μόλυνση εδαφικής έκτασης από υπερίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερίτης + κατάλ. ίαση*] … Dictionary of Greek
αέρια, πολεμικά — Ονομασία που δόθηκε από το 1915 σε ορισμένες χημικές ουσίες που χρησιμοποιήθηκαν κατά τον πόλεμο για την εξουδετέρωση του αντιπάλου. Τα π.α. διαιρούνται σε: α) ασφυξιογόνα, που προσβάλλουν τα αναπνευστικά όργανα και προκαλούν τον θάνατο από… … Dictionary of Greek
Ιπρ — (Ypres ή Ieper). Πόλη (35.409 κάτ. το 1995) του Βελγίου, παλιά πρωτεύουσα της δυτικής Φλάνδρας. Παλαιότερα είχε ανεπτυγμένη υφαντουργία και ήταν ονομαστή για τις περίφημες δαντέλες βαλανσιέν. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα είχε πληθυσμό 200.000… … Dictionary of Greek